- περιστερνίζω
- περιστερν-ίζω,A put round the breast, Aristaenet.1.25 ([voice] Med.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιστερνίζω — Α μέσ. περιστερνίζομαι τοποθετούμαι γύρω από το στέρνο, γύρω από το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στερνίζομαι (< στέρνον), πρβλ. υπο στερνίζομαι] … Dictionary of Greek